ογκολόγος

ογκολόγος
ο, η
ιατρ. ιατρός ειδικός στη μελέτη, διάγνωση και θεραπεία τών όγκων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ογκολόγος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στους όγκους, καρκινολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”